Αυτός και το παντελόνι του
Το μονόπρακτο του Καμπανέλλη, με τον πρωτότυπο τίτλο Αυτός και το παντελόνι του έχει ως θέμα τη μοναξιά. Ο άνθρωπος από πολύ παλιά είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να ζήσει μόνος του. Φυσικά και υπάρχουν κάποιοι που αρέσκονται στη μοναξιά, που για διάφορους λόγους είναι αποσυνάγωγοι, μοναχικοί αλλά αυτοί σίγουρα αποτελούν τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όλοι έχουμε την ανάγκη των φίλων, των καλών φίλων που διαλέγουμε. Έχουμε ανάγκη των συγγενών μας που δεν διαλέγουμε και περισσότερο έχουμε ανάγκη από ένα ταίρι, τον σύζυγό μας, τη συμβία μας που πρέπει με πολύ μεγάλη προσοχή να επιλέγουμε. Η εξωτερική ομορφιά με τα χρόνια χάνεται, τα χρώματα ξεθωριάζουν. Οι έρωτες όσο σφοδροί και αν είναι στην αρχή με τον καιρό ξεθυμαίνουν και στο τέλος σβήνουν. Το μόνο που απομένει είναι η συντροφικότητα, η παρέα που μπορείς να κάνεις με τον δικό σου άνθρωπο για την πραγματοποίηση του οποίου πρέπει να υπάρχει, από την αρχή, η σωστή ψυχική, πνευματική και κοινωνική επαφή. Τα παιδιά αποτελούν επίσης ένα πολύ σημαντικό μέρος στην όλη υπόθεση και οι σχέσεις μας σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από το πόσο σωστά τα μεγαλώσαμε, πόση αγάπη δώσαμε άσχετα με το αν λένε πως η γονική αγάπη είναι ανιδιοτελής, πράγματι είναι αλλά πάντα έχει μεγάλη σημασία η σχέση γονέα παιδιού.
Στη σκηνή βλέπουμε έναν άντρα κάποιας ηλικίας που ζει μόνος του. Μη έχοντας κάποια συντροφιά εφαρμόζει την πολύ συχνή πρακτική των μοναχικών ανθρώπων, μιλάει μόνος του. Μιλάει με τις φαντασιώσεις του και θυμάται. Ακροατές του τα διάφορα αντικείμενα μέχρι και τα έπιπλα του σπιτιού μια και δεν υπάρχει κάποιος άλλος να τον ακούσει. Οι ανύπανδροι άντρες ζουν πολλά χρόνια με τις μητέρες τους απολαμβάνοντας την αναντικατάστατη μητρική αγάπη και περιποίηση. Όταν όμως κάποια στιγμή η μητέρα φύγει αφήνει το δυσαναπλήρωτο κενό που είναι πολύ περισσότερο δυσβάστακτο από κάθε άλλη περίπτωση απώλειας γονέα μια και ο γονέας σε αυτήν την περίπτωση είναι και η παρέα, και η συντροφιά. Ο άντρας στη βαθιά μελαγχολία του μονολογεί, νοσταλγεί, πικραίνεται, αυτοσαρκάζεται, μετανιώνει για τις επιλογές που έκανε στη ζωή του, σκέφτεται τις ευκαιρίες που έχασε, τα τρένα που έφυγαν, τους συμβιβασμούς που δεν έκανε και το αναπόδραστο τέλος που σιγά σιγά αρχίζει να πλησιάζει. Όλα αυτά κρατώντας πάντα στα χέρια το ξηλωμένο παντελόνι του που δεν κατορθώνει ποτέ να ράψει. Μάταια περιμένει και ελπίζει να έρθει κάποιος, να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας, να τον καλέσει στο τηλέφωνο, έστω και κατά λάθος.
ερμηνεύει ο Γιώργος Μπινιάρης